- ευδίοδος
- εὐδίοδος, -ον (Α)1. αυτός από τον οποίο διέρχεται κάποιος εύκολα («ἡ τῆς χώρας φύσις εὐδίοδος», Θεόφρ.)2. αυτός που μπορεί εύκολα να διέλθει, να περάσει μέσα από κάποιο μέρος («εὐδιόδευτος πρὸς τοὺς πόρους», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δίοδος].
Dictionary of Greek. 2013.